ετοιμοπαράδοτος

ετοιμοπαράδοτος
η , ο [ος , ον ] готовый к передаче в торговую сеть (о товарах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ετοιμοπαράδοτος" в других словарях:

  • ετοιμοπαράδοτος — η, ο (για οικοδομές, εμπορεύματα κ.λπ.) ο έτοιμος προς παράδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παραδοτός, πρβλ. α παράδοτος] …   Dictionary of Greek

  • ετοιμοπαράδοτος — η, ο 1. έτοιμος για παράδοση: Ετοιμοπαράδοτο αυτοκίνητο. 2. ο τελειωμένος, ο αποπερατωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»